ελαιώδης

ελαιώδης
ης, ες
1) маслянистый; похожий на масло; 2) масличный, маслиновый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ελαιώδης" в других словарях:

  • ἐλαιώδης — oily masc/fem acc pl (attic epic doric) ἐλαιώδης oily masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ἐλαιώδης oily masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελαιώδης — ες (AM ἐλαιώδης, ες) αυτός που μοιάζει με λάδι στη σύστασή του νεοελλ. αυτός που περιέχει λάδι ή άλλη λιπαρή ύλη («ελαιώδη προϊόντα») αρχ. αυτός που έχει το χρώμα τού λαδιού, λαδόχρωμος, λαδής …   Dictionary of Greek

  • ελαιώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η 1. που μοιάζει με λάδι στη σύσταση: Ελαιώδες υγρό. 2. που περιέχει λάδι ή άλλη λιπαρή ουσία: Ελαιώδεις καρποί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐλαιώδει — ἐλαιώδης oily masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἐλαιώδης oily masc/fem/neut dat sg ἐλαιώδεϊ , ἐλαιώδης oily dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαιώδη — ἐλαιώδης oily neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἐλαιώδης oily masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἐλαιώδης oily masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαιωδέστατον — ἐλαιώδης oily masc acc superl sg ἐλαιώδης oily neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαιῶδες — ἐλαιώδης oily masc/fem voc sg ἐλαιώδης oily neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαιώδεα — ἐλαιώδης oily neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἐλαιώδης oily masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαιώδεις — ἐλαιώδης oily masc/fem acc pl ἐλαιώδης oily masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαιωδῶν — ἐλαιώδης oily masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλαιώδεσι — ἐλαιώδης oily masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»